πέρμιο

πέρμιο
Γεωλογική περίοδος, η τελευταία του παλαιοζωικού αιώνα, η οποία διήρκεσε τριάντα περίπου εκατομμύρια χρόνια. Τα όρια του π. με το υποκείμενο λιθανθρακοφόρο είναι λιθολογικά αρκετά σαφή, επειδή τους σχιστολίθους του λιθανθρακοφόρου τους διαδέχονται απότομα οι ερυθροί ψαμμίτες του π. Σε μερικές όμως περιοχές (γαλλογερμανικό λεκανοπέδιο, Αγγλία κλπ.), η διαδοχή των στρωμάτων γίνεται βαθμιαία και δύσκολα μπορούν να καθοριστούν τα όρια μεταξύ των δύο αυτών περιόδων. Οι κλιματολογικές συνθήκες των περιόδων αυτών είναι επίσης περίπου όμοιες. Η χλωρίδα του π. δεν παρουσιάζει άλλωστε αξιόλογες μεταβολές ως πρός του λιθανθρακοφόρου, εκτός από μια μεγαλύτερη εξειδίκευση των πτερίδων και των πτεριδοσπέρμων και μια μεγαλύτερη εξάπλωση των κωνοφόρων· αντίθετα υποχωρούν κατά πολύ οι αποθέσεις των λιθανθρακοφόρων κοιτασμάτων. Αλλά και η πανίδα παρουσιάζει διαφορές από αυτή του λιθανθρακοφόρου, όχι όμως χαρακτηριστικές. Για όλους αυτούς τους λόγους, οι δύο αυτές περίοδοι εξετάζονται συχνά μαζί και ονομάζονται ανθρακοπέρμιο ή περμολιθανθρακοφόρο. Τα όριά του από το υπερκείμενο τριαδικό δεν είναι επίσης καθορισμένα με ακρίβεια σε όλες τις περιοχές. Οι κυριότεροι σχηματισμοί του κατώτερου π. είναι τα κλαστικά πετρώματα που σχηματίστηκαν σε περιβάλλον ηπειρωτικό ερημικού τύπου (ψαμμίτες, κροκαλοπαγή) και του ανώτερου π., λιμνοθαλάσσιες και λιμναίες αποθέσεις με φακούς γύψου και αλάτων. Υπάρχουν όμως κατά το π. και ιζήματα πελαγικά, όπως ασβεστόλιθοι και δολομίτες. Τα ηφαιστειακά φαινόμενα, που ήδη κατά το λιθανθρακοφόρο υπήρξαν έντονα, έγιναν ακόμα εντονότερα κατά το π., με αποτέλεσμα την έκχυση και το σχηματισμό ηφαιστειακών πετρωμάτων, όπως πορφύρες, πορφυρίτες, μελαφύρες και τόφφοι. Οι oρογενετικές κινήσεις υπήρξαν, αντίθετα, λιγότερο έντονες από όσο κατά το λιθανθρακοφόρο: υπήρξαν, κυρίως, μόνο ισοστατικές κινήσεις των ερκυνίων αλύσεων που είχαν ανυψωθεί προηγουμένως (ερκύνια ορογένεση). Η εξάπλωση των θαλασσών υπήρξε η μικρότερη, ενώ των παγετώνων η μεγαλύτερη του παλαιοζωικού αιώνα. Η παλαιογεωγραφική εικόνα του Π. εμφανίζει μεγάλες ηπειρωτικές ενότητες: στο νότιο ημισφαίριο, η ήπειρος Γκοντουάνα περιλάμβανε τη Νότια Αμερική, την Αφρική, τη Μαδαγασκάρη, τις Ινδίες και την Αυστραλία· η Μεσόγειος θάλασσα τη χώριζε από τη Βορειοατλαντική ήπειρο Αγκάρα (τη σημερινή σιβηρική πεδιάδα) και από άλλες μικρότερες ηπειρωτικές ενότητες (παρέκκλιση). Η πανίδα του π. χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη εξέλιξη και ανάπτυξη των ερπετών, από την εξαφάνιση των τριλοβιτών κατά το τέλος της περιόδου, την υπερβολική αφθονία των productus, των bellerephon και ορισμένων ειδών πρωτοζώων, όπως οι φουζουλίνες, οι σβαγγερίνες κλπ. Το π. ονομάζεται και δυαδικό, γιατί διαχωρίζεται σε θαλάσσια φάση (zechstein) και σε χερσαία ή λιμναία φάση (rotliegentes). Εκτός όμως από την υποδιαίρεση αυτή, το π. υποδιαιρείται και στις εξής τρεις βαθμίδες: φάση δυτικής Ευρώπης: θουρίγγιο, σαξόνιο, ωτούνιο θαλάσσια φάση ανατολικής Ευρώπης: καζάνιο, κουγκούριο, αρτίνσκιοΓερμανική Σχολή: Zechstein, ανώτερο Rotliegendes, κατώτερο Rotliegendes. Στην Ελλάδα έχουν καθοριστεί παλαιοντολογικά πολλά στρώματα του π. ή του περμολιθανθρακοφόρου: στην Εύβοια, στη Χίο, στην Ύδρα, στην Αμοργό και Ανάφη, στη Δ. Μακεδονία, στην Πάρνηθα, στον Κιθαιρώνα κ.α. Χαρακτηριστικοί είναι οι μαύροι ασβεστόλιθοι της Πάρνηθας των Κουφονησιών. 1. Πέρμιο τοπίο με χαρακτηριστικά είδη φυτών και ζώων. Από τα φυτά ξεχωρίζουν: 1 - κυρνταίτης·2 -βαλχία· 3 - λεπιδόδεντρο· 4 - σιγκιλάρια. Από τα ζώα, τα ερπετά: βαρανόσαυρος (5), δινετρόδους (6), εδαφόσαυρος (7) και σφενακόδους και το αμφίβιο αρύωψ (9). Στο σχεδίασμα κάτω αριστερά, εικονίζεται ο περμικός παγετώνας στη Ν. Αφρική. Στη φωτογραφία εκτύπωμα των λειψάνων ενός ερπετού του κατώτερου πέρμιου, του seymouria babylonensis.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… …   Dictionary of Greek

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • αιώνες, γεωλογικοί — Η ιστορία της Γης διαιρείται σε πέντε αιώνες: (α) αρχαϊκόςαρχαιοζωικός (που περιλαμβάνει και τον προτεροζωικό, ορισμός που δεν επικράτησε τελικά), (β) πρωτογενήςπαλαιοζωικός, (γ) δευτερογενήςμεσοζωικός, (δ) τριτογενήςκαινοζωικός, (ε) τεταρτογενής …   Dictionary of Greek

  • απολίθωμα — Οι ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί ή μέρη τους που έζησαν στο παρελθόν, περικλείστηκαν μέσα σε ιζηματογενείς αποθέσεις του φλοιού της Γης και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Η επιστήμη που μελετά τα α. λέγεται παλαιοντολογία. Η διατήρησή τους… …   Dictionary of Greek

  • πέρμιος — α, ο γεωλ. φρ. α) «πέρμια περίοδος» ή απλώς «πέρμιο» η έκτη από τις έντεκα γεωλογικές περιόδους τής ιστορίας τού πλανήτη μας, κατά την οποία σχηματίστηκαν τα πετρώματα τού ομώνυμου συστήματος β) «Λεκάνη τού περμίου» μεγάλη λεκάνη τών ΗΠΑ, που… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Ακτινόδους — Γένος αμφίβιων, που απαντάται μόνο ως απολίθωμα, της τάξης των στεγοκεφάλων, με σώμα μικρό και κοντόχοντρο και με κοιλιά σκεπασμένη από μακριά λέπια. Σαρκοφάγο με τριγωνικό κεφάλι και πολυάριθμα μυτερά δόντια, έζησε στην Ευρώπη κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • ακανθώδης — (acanthoessus). Γένος ψαριών των γλυκών και γλυφών νερών που έχει εκλείψει. Έζησε κατά τη δεβόνιο και πέρμιο περίοδο. Απολιθώματά του βρέθηκαν σε ψαμμιτικά υποστρώματα της Σκοτίας, του Καναδά και της Ρωσίας. Είχε μικρό κεφάλι και μακρύ σώμα που… …   Dictionary of Greek

  • κλίμα — Το σύνολο των μετεωρολογικών καταστάσεων μιας μακροχρόνιας περιόδου, που χαρακτηρίζουν τη μέση ατμοσφαιρική κατάσταση ενός τόπου ή μιας μεγάλης περιοχής της επιφάνειας της Γης, σε συσχετισμό με τις διακυμάνσεις πολυάριθμων κλιματικών στοιχείων,… …   Dictionary of Greek

  • κομπόσιτα — η (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος βραχιονοπόδων που έζησε από το μισσισιπιάνιο ώς το πέρμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. composita < νεολατ. composita < λατ. μτχ. composita, ουδ. πληθ. τής μτχ. compositus < λατ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”